gallery fammiliar-unfamiliar

ΜΑΡΙΟΣ ΣΠΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ / Ζωγράφος, Καθηγητής ΑΣΚΤ

 

The essential is no longer visible
Magdalena Jetelova
από το έργο της « Atlantic Wall » 1995

 

Ο Χρίστος Σιμάτος είναι ένας αθόρυβος νέος καλλιτέχνης, όχι συνεσταλμένος. Απλώς δεν μιλάει πολύ, δρα (πράττει) αθόρυβα βάζει στόχους και τους υλοποιεί εν σιωπή. Με την πρώτη ματιά φαίνεται κλειστός, ερμητικός, απορροφημένος από τις εσωτερικές του αναζητήσεις. Όταν τον γνώρισα λοιπόν, δευτεροετή φοιτητή της ΑΣΚΤ, το 1998, αναζητούσε με επιμονή τον τρόπο να εκφραστεί σε ένα ιδιότυπο ζωγραφικό ιδίωμα. Εσωτερικούς χώρους με σπασμένη προοπτική και μία ή δύο το πολύ αφαιρετικές φιγούρες που «κατοικούσαν» μέσα σε αυτούς τους κατακερματισμένους χώρους σαν σκιές «φάσματα» ζώντων σε στάσεις χαλαρές· ταφικά κελύφη, φτιαγμένα με παχύ πολύχρωμο στρώμα λαδιού, και αχρωμάτιστο καμβά, που περικλείνουν μέσα τους «σκιές» ανθρώπων που έχουν αποδεχθεί το εφήμερο και ατελές της ύπαρξης. Ένας υπαινιγμός για το πλατωνικό σπήλαιο   ή ένα σχόλιο για την τραγωδία της φθαρτότητας; Το ερώτημα εκκρεμεί.

Το 2000 ο Χρίστος Σιμάτος μένει έξη μήνες στη Μαδρίτη με το πρόγραμμα Erasmus και επιστρέφει με μια σειρά από ασπρόμαυρες φωτογραφίες εσωτερικών χώρων, χωρίς την παρουσία ανθρώπων, με έντονες φωτοσκιάσεις και αυστηρές γεωμετρικές συνθέσεις των σχημάτων της σκιάς. Κατοικημένοι χώροι χωρίς ανθρώπους· κελύφη, πάλι, με καταγραμμένα ίχνη ζωής. Μια μετακίνηση του ζωγραφικού προβληματισμού σε άλλο μέσον, τη φωτογραφία· μηχανική αποτύπωση, λοιπόν, περισσότερο αντικειμενική και αποστασιοποιημένη. Το 2005 εισάγεται στο ΜΕΤ της ΑΣΚΤ και με αθόρυβο και συστηματικό τρόπο –ίδιον όπως είπαμε του χαρακτήρα του– μελετά σε βάθος τις τεχνικές της ψηφιακής εικόνας, σε βαθμό να ανακαλύψει δικές του τεχνικές ψηφιακής αποτύπωσης, που τον οδηγούν σε φωτογραφίες και βίντεο υψηλής ανάλυσης και ευκρίνειας του αναπαριστώμενου.

Αυτή η προσωπική τεχνική του κατάκτηση τον βοηθά καθοριστικά να περάσει στο έργο με εννοιολογικό άξονα την ψευδαίσθηση, σχολιάζοντας το ίδιο το μέσο της φωτογραφικής απεικόνισης. Παράδειγμα αποτελεί η «κλειστή πόρτα του εργαστηρίου», όπου, τοποθετώντας τη φωτογραφία που παριστά το διάδρομο που φαίνεται πίσω της όταν είναι ανοιχτή, δημιουργεί την ψευδαίσθηση στο θεατή ότι η κλειστή πόρτα δεν υπάρχει. Ανοίγει, λοιπόν, μέσω της ευκρίνειας του φωτογραφικού μέσου, τη δυνατότητα του θεατή να δει πίσω από την πόρτα· το βλέμμα να διαπεράσει τα όρια της όρασης και να δει το αθέατο, το «μετά» το οπτικό εμπόδιο, τελικά το «επέκεινα», και ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό σήμερα: το όριο –πόρτα– για το πέρασμα σε ένα άλλο χώρο –κόσμο–, κενό, άνευ νοήματος, ή ακόμα η είσοδός μας σε έναν άλλο χώρο «μετά-φυσικό», όπου προβάλλονται οι ιδέες που έχει ο καθένας για τη μεταθάνατον ζωή και οι οντολογικές του ανησυχίες εν γένει. Προτιμώ και ξεχωρίζω το έργο «κλειστή πόρτα εργαστηρίου» σαν ένα έργο σταθμό και ορόσημο της μέχρι τώρα εικαστικής του αναζήτησης. Είναι έργο με εννοιολογικό εύρος, πολύπτυχο και ανοιχτό σε προσωπικές αναγνώσεις και ερμηνείες, που χωράει σε μια απλή και καθημερινή φόρμα, και αποδεικνύει ότι τα βαθιά υπαρξιακά ζητήματα μπορούν να ειπωθούν με τον πιο απλό και ταπεινό τρόπο, ως πρός τη φόρμα τους.  

Συνεχίζοντας με θεματική αφορμή το εγκαταλελειμμένο Ξενία της Πάρνηθας –πρώτα Σανατόριο, έπειτα ξενοδοχείο και τώρα ερειπιώνας–, διερευνά μέσω της φωτογραφικής «απαθανάτισης» των κατεστραμμένων – από το χρόνο και την ανθρώπινη αδιαφορία – χώρων, με πανοραμικές λείψεις, που επιτείνουν δραματικά το ανοίκειο συναίσθημα της ερήμωσης, της εγκατάλειψης, της καταστροφής. Αρχιτεκτονικό κτίσμα-κέλυφος, το Ξενία, άδειο τώρα, ακατοίκητο, με ίχνη παλιάς ζωής καταγραμμένα στους τοίχους και στα σπασμένα έπιπλα, απομεινάρια ανθρώπινης παρουσίας, ανθρώπων που δεν γνωρίσαμε ποτέ, κιβωτός μνήμης. Μνημείο ανοίκειο, με φωτογραφίες φτιαγμένο (αποστομωτική η αντικειμενικότητα της φωτογραφίας). Εδώ νομίζω πως οι πανοραμικές φωτογραφικές λείψεις των έρημων διαδρόμων, φθαρμένων λόγω χρόνου, του ιστορικού κτηρίου της ΑΣΚΤ του Πολυτεχνείου, που προτείνει ο Χρίστος Σιμάτος σαν αντιπαράθεση στο προηγούμενο, δηλαδή ενός «οικείου» χώρου, βιωμένου από τον ίδιο, και από τους συναδέλφους του σαν τόπο εκπαίδευσης της τέχνης που εξασκεί, δεν απαλύνει καθόλου το συναίσθημα «ανοικειότητας» και αποξένωσης που προξενεί το Ξενία. Απλώς τοποθετεί τον εαυτό του συμβολικά μέσα στο έργο, σαν θύμα-θύτη αυτής της διελκυστίνδας οικείου-ανοίκειου. Έτσι, εδώ μπορούμε να πούμε πως κάθε αρχιτεκτονικό κτίσμα-κέλυφος, κάθε ερειπιώνας, είναι μια «κιβωτός μνήμης», εμπεριέχει τα ίχνη της ζωής αυτών που κατοίκισαν σε αυτό, δηλαδή την ιστορία τους. Η φωτογραφική αποτύπωση των ερειπωμένων κτισμάτων γενικά είναι ένα είδος αποτύπωσης της Ιστορίας των ανθρώπων που τα κατοίκησαν στο παρελθόν, και που προβάλλονται, με τα ίχνη που άφησαν, στο παρόν και το μέλλον.

Τέλος με τη «φωτογραφική εγκατάσταση» (διαστάσεων 400 x 190 εκ.), διασπώντας την πανοραμική φωτογραφία των διαδρόμων του Ξενία σε 120 κομμάτια (διαστάσεων 20 x 30 εκ.) κτίζει εκ νέου την εικόνα του, αποδιοργανώνοντας την αντιληπτική συνοχή: κατακερματισμός που υπονομεύει την ευκρίνεια, προβάλλοντας το δίπολο αποδόμηση-αναδόμηση σαν ακόμα ένα εύστοχο σχόλιο πάνω στις δυνατότητες του μέσου, εν προκειμένω της φωτογραφίας.
Εντέλει, θεωρώ πως ο Χρίστος Σιμάτος εισβάλλει, με αυτή την πρώτη του ατομική έκθεση, πλησίστιος στο καθ’ ημάς εικαστικό γίγνεσθαι, με αποσαφηνισμένο στόχο και έκδηλο το ειδικό βάρος των εφοδίων που κουβαλά. Καλό ταξίδι λοιπόν, Χρίστο, και αδημονώ για τον επόμενο σταθμό σου.