ΤΑΚΗΣ ΚΟΥΜΠΗΣ / Αρχιτέκτων
To ερείπιο, στις φωτο-συνθέσεις του Χρίστου Σιμάτου, δεν συνιστά ένα αρχαιολογικό υλικό μιας παρελθούσης στιγμής. Αποτελεί την αφετηρία για την προώθηση ενός σχίσματος στον διαχωρισμό του παρόντος και του παρελθόντος. Αυτές οι λήψεις επιχειρούν να συμπέσουν απολύτως με την παγίδευση του φωτός, ως εκλάμψεις που επισυμβαίνουν στο όριο συνάντησης των δύο χρόνων. Ακριβώς όπως οι «διαλεκτικές εικόνες» του Βάλτερ Μπένγιαμιν, οι οποίες τίθενται ως ακινητοποιημένες στιγμές μιας εν στάσει διαλεκτικής, στον αστερισμό συνύφανσης του παρόντος και του παρελθόντος. Εν προκειμένω, οι δύο χρόνοι καταγράφονται ταυτόχρονα στο ίδιο κάδρο, ως αινιγματικές σκηνές που πέρασαν απαρατήρητες σε απόμακρους και σκοτεινούς καιρούς.
Σε αυτές τις εικόνες ανασύνθεσης του ερειπωμένου χώρου των κατοικιών, στην περιοχή του Λαυρίου, το ερείπιο προβάλλει ως αυτό που υπήρξε, αποκαθιστώντας μια υποθετική βιωματική παρουσία, για να δηλώσει ότι μπορούμε πλέον μόνο ως ελευσόμενο να το αποκρυπτογραφήσουμε, αφού κάθε παροντικότητα είναι εξυπαρχής ερειπωμένη. Το ερείπιο είναι αυτό που διαπερνά όλους τους χρόνους, αντιτάσσοντας στην τυραννία του παρόντος τη φωτογραφική επιβράδυνση που διεργάζεται την εν εαυτώ ερείπωση του παροντικού.
Στις λήψεις του Χρίστου Σιμάτου, ο τρόπος που εισέρχεται ο εξωτερικός χώρος στο εσωτερικό των κατοικιών αποκαλύπτει μια παράδοξη σχέση ανάμεσα στον οίκο και τη δημόσια οδό, προκαλώντας την αμφισημία του χώρου: το εξωτερικό δεν βρίσκεται έξωθεν της οικίας αλλά είναι τμήμα του έσωθεν, το οποίο, μέσω της διεργασίας ανασύνθεσης, μεγεθύνεται, αναδιπλασιάζεται αινιγματικά, αναπληρώνοντας την απουσία του δημόσιου χώρου και αποκαθιστώντας συνάμα την εμπειρία της πρώτης ματιάς.
Εδώ, είναι εμφανές ότι επιχειρείται η προσπάθεια να αποφευχθεί η ενεργοποίηση του ανταγωνισμού ανάμεσα στην αναπαραστατική αποκατάσταση και τον οπτικό μηχανισμό της φωτογραφικής συσκευής, προκειμένου να επιτευχθεί μια συγχρονία, το άνοιγμα δηλαδή ενός χώρου που υπερβαίνει τη νοσταλγική επαναφορά του κατοικημένου.
Συγχρονικότητα σημαίνει να εστιάζουμε στο μη βιωμένο, σε αυτό που διέφυγε, ώστε να επανέλθουμε σε ένα παρόν που δεν το έχουμε βιώσει ποτέ στο παρελθόν.